Τόκυο - το πάρκο των ηρώων

Την εποχή που είναι ανθισμένες οι κερασιές, εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγεί στο Yasukuni, υπάρχουν παραταγμένα δεκάδες κιόσκια με street food. Άλλα μικρά, όπου απλά παίρνεις κάτι στο χέρι, άλλα μεγαλύτερα, στο πίσω μέρος των οποίων έχουν στηθεί αυτοσχέδια εστιατόρια όπου μπορείς να καταναλώσεις το φαγητό που μόλις έχει φτιαχτεί μπροστά σου. Τακογιάκι, οκονομιγιάκι, κρέατα ή ψάρια ψημένα στα κάρβουνα, σόμπα - κάθε περίπτερο ειδικεύεται σε κάτι διαφορετικό. Οι μυρωδιές που σπάνε τη μύτη και το θέαμα των ανθρώπων που συνωστίζονται μπροστά από τα φαγητά, δε γίνεται να αφήσει κανένα ασυγκίνητο. Έτσι τελικά οι περισσότεροι περαστικοί ενδίδουν και σταματούν σε κάποιο από τα πολύχρωμα κιόσκια, συνδυάζοντας ένα γρήγορο σνακ με μια μικρή ξεκούραση από το περπάτημα.






Μετά τα κιόσκια αυτά, υπάρχει ένα από τα σημεία αναφοράς της περιοχής – μια τεράστια μπρούτζινη πύλη τόριι. Εκεί κάπου, αρχίζει να γίνεται αντιληπτό το ότι βρίσκεσαι σε ένα ακόμη πάρκο, καθώς ο δρόμος ‘ανοίγει’ σε μια φαρδιά πλατεία στολισμένη με πολλές κερασιές. Την εποχή της σακουρά, εδώ γίνεται κάθε μέρα μια μικρή ‘γιορτή’. Το μέρος γεμίζει με πάγκους και τραπέζια που εξυπηρετούν τα υπαίθρια εστιατόρια που ‘παρατάσσονται’ στην περίμετρό της πλατείας, ενώ από τις παρυφές των πάγκων αυτών, ξεκινάει το ατελείωτο χαλί των μπλε υποστρωμάτων του χανάμι, που είναι λες και ξεφυτρώνουν την άνοιξη από την ιαπωνική γη…





Στο τέλος της μικρής και χαρούμενης αυτής λεωφόρου, ξεπροβάλλει εντυπωσιακά μια τεράστια ξύλινη πύλη. Οι πόρτες είναι στολισμένες με ένα χρυσό δεξαεξάφυλλο χρυσάνθεμο, ένα σύμβολο που ουσιαστικά αναγγέλλει ότι μπαίνεις σε ένα χώρο αυτοκρατορικό. Πράγματι, η πύλη αυτή είναι η κύρια είσοδος του Yasukuni, ενός ναού άρρηκτα συνδεδεμένου με την αυτοκρατορική οικογένεια - πέρα από το γεγονός ότι αυτή τον έχει κατασκευάσει, είναι γεμάτος με αυτοκρατορικά σύμβολα και δώρα, ενώ οι τελετές που ακολουθούνται είναι ίδιες με αυτές της ιαπωνικής αυλής. Ο σημαντικότατος αυτός ναός, αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά σύμβολα της χώρας, καθώς στο ιερό του βρίσκονται ‘ενταφιασμένες’ περί τα δυόμιση εκατομμύρια ψυχές ανθρώπων που έχουν πεθάνει, από το 1860 και μετά, πολεμώντας για την Ιαπωνία.

Η επίσκεψη στο πάρκο του Yasukuni, δεν εξαντλείται στην επίσκεψη στο ναό. Στα δεξιά του ναού, υπάρχει το Yushukan, ένα εξαιρετικό πολεμικό μουσείο, μέσα στο οποίο φιλοξενούνται εκθέματα από την μεσαιωνική περίοδο της ιστορίας της Ιαπωνίας και μετά. Οι αρχικές αίθουσες είναι αφιερωμένες κυρίως στα χρόνια πριν και μετά την περίοδο των πολεμιστών σαμουράι.

Εδώ δυστυχώς, η υποστήριξη των εκθεμάτων με επιγραφές και στην αγγλική γλώσσα είναι είτε εξαιρετικά λιτή, οπότε δεν είναι εύκολο να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του επισκέπτη. Σιγά-σιγά όμως και καθώς οι αίθουσες αρχίζουν να καταπιάνονται με την νεότερη ιστορία της χώρας, ο καταιγισμός των εκθεμάτων γκρεμίζει τα γλωσσικά εμπόδια και παρασέρνει τον επισκέπτη. Αιματοβαμμένες στολές, γράμματα στρατιωτών προς τις οικογένειές τους, προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες, βίντεο από πολεμικά επίκαιρα και τέλος ένα τεράστιο αφιέρωμα στον πόλεμο του Ειρηνικού.




Η κορυφαία αίθουσα του μουσείου, βρίσκεται περίπου ‘θαμμένη’, κάπου στο μέσον του. Είναι μια αίθουσα  αφιερωμένη στην τελετή του shokon, τη διαδικασία με την οποία ιερείς σίντο, απέθεταν τις ψυχές των νεκρών πολεμιστών στα άδυτα του ναού Yasukuni. Είναι ένας χώρος ιερός, καθώς στο σχετικά μικρό δωμάτιο με τον χαμηλό φωτισμό, βρίσκεται το αυθεντικό ξύλινο παλανκίνο, που ‘οδηγούσε’ το πνεύμα των ηρώων προς την αποθέωση και κατά κάποιο τρόπο είναι ένας ο σύνδεσμος του μουσείου με τον παρακείμενο ναό.



Η τελευταία αίθουσα του μουσείου, δε θα μπορούσε παρά να είναι αφιερωμένοι στους τελευταίους σαμουράι της Ιαπωνίας, τους πιλότους καμικάζι. Σε πέντε-έξη τεράστιες προθήκες, υπάρχουν φωτογραφίες από εκατοντάδες νέους ανθρώπους που έδωσαν (ποιος ξέρει άραγε?) χωρίς δισταγμό τη ζωή τους σε ένα κοινό για την πατρίδα σκοπό.



Μια από τις πιο δυνατές εκπλήξεις της επίσκεψης στο πάρκο του ναού Yasukuni και μια αποφόρτιση τα βαριά συναισθήματα και σκέψεις που αφήνει η επίσκεψη στο Yushukan, είναι το τουρνουά σούμο που γίνεται στις αρχές κάθε Απριλίου. Πίσω από το ναό, σε μια υπαίθρια χωμάτινη παλαίστρα, μια ανάσα δίπλα από τους θεατές που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα καθισμένοι στο έδαφος, αγαθοί γίγαντες παλεύουν κάτω από τα λεπτεπίλεπτα άνθη της κερασιάς.




Ο περίπατος αυτός, στην καρδιά του μεταβιομηχανικού Τόκυο, συνοψίζει όλα όσα συνθέτουν την ψυχή της Ιαπωνίας. Οι περιποιημένοι κήποι, το ανθισμένο κλαδί της κερασιάς, η φωτογραφία ενός ήρωα καμικάζι, ο ναός του σίντο, η παλαίστρα του σούμο και τα αυτοκρατορικά χρυσάνθεμα, συνθέτουν μια εικόνα της παλιάς Ιαπωνίας και ανοίγουν στο μυαλό του ξένου ένα παραθυράκι κατανόησης της καρδιάς και του μυαλού του σύγχρονου Ιάπωνα.

Τόκυο - γύρω από το παλάτι

Όποιος δει το Τόκυο από ψηλά, θα εντυπωσιαστεί από το θέαμα που θα αντικρύσει στο νοητό του κέντρο. Παντού ψηλά κτήρια, κολλημένα σχεδόν αγοραφοβικά το ένα δίπλα στο άλλο και ξαφνικά στο κέντρο της πόλης, ένας κύκλος γης διαμέτρου 2 χιλιομέτρων, χαλαρός, αεράτος, κομψός.



Η ζωή του Έντο (το παλιό όνομα του Τόκυο), ξεκίνησε σαν ένα ταπεινό ψαροχώρι, το οποίο στα τέλη του 15ου αιώνα εξελίχθηκε αρχικά σε ένα κάστρο και σταδιακά σε μια μεγάλη καστροπολιτεία, που από τα μέσα του 18ου αιώνα, αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο ψυχές. Η περιοχή λοιπόν που σήμερα φαντάζει τόσο διαφορετική από το υπόλοιπη πόλη, είναι ακριβώς αυτή η περιοχή που κτίστηκε αρχικά το κάστρο του Έντο. Με την μετεγκατάσταση της πρωτεύουσας από το Κυότο, τμήματα του κάστρου αυτού άλλαξαν χρήση και ανασκευασμένα αποτέλεσαν  το σύμπλεγμα του αυτοκρατορικού παλατιού.




Το παλάτι σήμερα είναι επισκέψιμο, όμως, η (κυριολεκτικά) επί τροχάδην ξενάγηση που γίνεται σε κάποιους εξωτερικούς χώρους του και μόνο, διαγράφει το παλάτι από την to do list του ταξιδιώτη και κάνει υπεραρκετή την παρατήρησή του από την έξω πλευρά της τάφρου που το ζώνει περιμετρικά. Η επικοινωνία μεταξύ των δύο κομματιών ξηράς γίνεται μέσω 2-3 γεφυρών, η πιο γνωστή και πολυφωτογραφημένη εκ των οποίων είναι η Nijubashi – ένα από τα σύμβολα της Ιαπωνίας.




Γύρω από το παλάτι, σε μια απίστευτα μεγάλη (για τα δεδομένα της αξίας της γης) περιοχή, υπάρχουν δύο διαδοχικά πάρκα, τα όρια των οποίων ορίζονται λίγο πολύ από τους ογκώδεις προμαχώνες που κάποτε προστάτευαν το κάστρο. Εντός της περιμέτρου των πάρκων αυτών, φιλοξενούνται μερικά χαμηλής έντασης μουσεία, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εκ των οποίων συγκεντρώνει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, με έργα μεγάλων Ιαπώνων καλλιτεχνών αλλά και Ευρωπαίων masters.






Το δεύτερο εκ των δύο πάρκων, το Kita no maru, είναι και το πιο εντυπωσιακό. Τα ψηλά του δέντρα και οι στριφογυριστοί του δρόμοι σχηματίζουν ένα ήρεμο λαβύρινθο, στο κέντρο του οποίου αποκαλύπτεται μια όμορφη λίμνη. Λίγο πριν τη βόρεια έξοδό του, υπάρχει το μεγαλύτερο ίσως κτήριο της περιοχής, το περίφημο Budokan (οι λέξεις budo και kan σημαίνoυν πολεμική τέχνη και κτήριο αντίστοιχα). Το   εμβληματικό αυτό οκτάγωνο κτήριο από εμφανές μπετόν κατασκευάστηκε πριν την Ολυμπιάδα του 1964 στο Τόκυο και θεωρητικά είναι μια αντιγραφή του διάσημου ναού Horyu-ji στη Νάρα. Χρησιμοποιήθηκε για να φιλοξενήσει το πρωτοεμφανιζόμενο σε Ολυμπιάδα άθλημα του τζούντο και έκτοτε εκτός από παλαίστρα, χρησιμοποιείται για να στεγάσει τελετές αποφοίτησης των πανεπιστήμιων του Τόκυο, αλλά και ως συναυλιακός χώρος (με τεράστια μάλιστα ιστορία).




Η βόρεια πύλη του πάρκου είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία του. Ογκώδεις τοίχοι φτιαγμένοι από μνημειακού μεγέθους ογκόλιθους, καταλήγουν σε μια τεράστια ξύλινη πύλη (Tayasu-mon), που κάποτε έφρασε την γέφυρα που διέσχιζε την τάφρο. Η τεράστια στο σημείο αυτό τάφρος, είναι ακόμη και σήμερα γεμάτη με νερό και (εν μέσω των παρακείμενων ουρανοξυστών) προσφέρει ένα εντυπωσιακό αλλά και ασυνήθιστο θέαμα. Πέρα από το αρχιτεκτονικό της ενδιαφέρον, είναι και ένα από τα πιο διάσημα σημεία παρατήρησης των ανθισμένων κερασιών στο Τόκυο - ειδικά το βράδυ όπου και τα βαρυφορτωμένα με άνθη δέντρα φωτίζονται, το θέαμα είναι ιδιαίτερα όμορφο.


ουρανοξύστης αντανακλάται στο νερό της τάφρου...



Περνώντας την τάφρο, ο επισκέπτης συναντά μια μεγάλη λεωφόρο. Η πρόσβαση στην απέναντι πλευρά του δρόμου, γίνεται μέσω μιας εναέριας πεζογέφυρας, η οποία καταλήγει σε ένα πολύ φαρδύ και ελαφρά ανηφορικό πεζόδρομο. Ο δρόμος αυτός οδηγεί σε ένα από τα περισσότερο ιστορικά φορτισμένα μέρη του Τόκυο, το πάρκο του ναού Yasukuni.

Τελετή τσαγιού - το είναι

Ο Ταοϊσμός περιγράφεται σαν ‘η τέχνη του να βρίσκεσαι μέσα στον κόσμο’. Καταπιάνεται μόνο με το παρόν. Σύμφωνα με τις αρχές του, το Παρόν είναι το κινούμενο άπειρο, η ζώνης δράσης του Σχετικού. Αποδέχεται το ταπεινό και το καθημερινό, αναζητά την ολοκλήρωση όπως αυτή περιγράφεται από την ιδέα του Γίνομαι/Αισθάνομαι και σε αντίθεση με το Χριστιανισμό και το Βουδισμό, ψάχνει να βρει τη λύτρωση μέσα στον κόσμο αυτό, παρά τις δυσκολίες και τα βάσανα του.


 
Η φιλοσοφία του Ζεν πιστεύει ότι η πραγματική αυτοεκπλήρωση επιτυγχάνεται μέσω του συστηματικού διαλογισμού. Λατρεύει τη σχετικότητα - για το Ζεν, τίποτε δεν είναι αληθινό, η αλήθεια για κάθε άνθρωπο είναι διαφορετική. Κατά συνέπεια (και πατώντας πάνω στα χνάρια του Ταοϊσμού), αναγνωρίζει στο καθημερινό και στο απλό εξίσου σημαντικές ιδιότητες με οτιδήποτε υψηλά πνευματικό και βρίσκει αξία ακόμη και στα πιο μικρά περιστατικά της ζωής.

Μετά την εισαγωγή αυτή, θα ήταν χρήσιμο να γίνει αναφορά σε τρεις ακόμη αρχές που επηρεάζουν βαθιά την τελετουργία του τσαγιού, τις shibui, wabi και shabi, καθώς μέσα από αυτές, γίνονται πιο ευδιάκριτες οι επιρροές του Ταό και του Ζεν.


 
Shibui σημαίνει λεπτεπίλεπτο γούστο. Αναφέρεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα ή αντικείμενο του οποίου η ομορφιά δεν είναι ‘εκκωφαντική’, αλλά προκύπτει μέσα από την κατανόησή της απλότητάς του, την ηρεμία που μεταδίδει, τους απαλούς τόνους του και την επιμελώς παραμελημένη από ανούσια στολίδια μορφή.

Wabi είναι η στερημένη από πολυτέλειες και πολύπλοκα σχήματα ζωή. Είναι η ικανοποίηση από τα μικρά πράγματα, η κατανόηση της σοφία της φύσης και η αποδοχή της πενίας ως πηγή πνευματικής καλλιέργειας.


 
Sabi είναι η απονήρευτη τραχύτητα, η αρχαϊκή ατέλεια, που εξελίσσεται σε μια ομορφιά που αγγίζει τα σύνορα της ποίησης. Είναι η ηρεμία που έρχεται με την ηλικία, η μοναδικότητα που φέρνει η ηλικία και η πατίνα του χρόνου. Κρύβει όμως μέσα του και την ιδέα του ημιτελούς – της γοητεία των πραγμάτων που αφήνονται να εννοηθούν. Αντικατοπτρίζει την αρχή του Γίνομαι, καθώς ο ‘αναγνώστης’ αναγκάζεται να συμμετάσχει άμεσα στο δημιουργικό γίγνεσθαι, χρησιμοποιώντας τη φαντασία και την αντίληψή του ώστε να διαμορφώσουν την προσωπική του εμπειρία.


 
Το περίπτερο της τελετής του τσαγιού, δε θα μπορούσε λοιπόν παρά να είναι απλό σε εμφάνιση και λειτουργία. Το εσωτερικό του περιπτέρου δείχνει παλιό, οι τοίχοι δεν έχουν περαστεί χρώμα, οι ξύλινες κολώνες και δοκοί είναι εμφανείς και γεμάτες ρόζους - σχεδόν στην κατάσταση που μας τις παρέδωσε η φύση. Εδώ, η λογική του διδύμου wabi-sabi, προκύπτει σα μια ποιότητα της κατασκευής, η οποία μέσα από την μασκαρεμένη ασημαντότητα με τις επιτηδευμένες ατέλειες, την ανυψώνει σε ένα ταπεινό αριστούργημα που γιορτάζει την ομορφιά του χρόνου που περνά. Παράλληλα με το περίπτερο, οι μετρημένες - σχεδόν χορογραφημένες - κινήσεις του οικοδεσπότη, το ήρεμο τέμπο της τελετής, τα λιτά σκεύη με τις ασυμμετρίες στην κατασκευή, όλα αυτά μαζί, προσπαθούν με το χαμηλών τόνων ύφος τους να αναδείξουν το μεγαλείο του απλού και φυσικού.


 
Μέσα από την τελετουργία της τελετής του τσαγιού, ο συμμετέχων καλείται έτσι να ζήσει την πεμπτουσία του wabi shabi: την αγάπη προς οτιδήποτε φυσικό και την κατανόηση του ότι τίποτε δεν αντέχει για πάντα, ότι τίποτε δεν έχει ολοκληρωθεί και ότι τίποτε δεν είναι τέλειο.

Η τελετουργία του τσαγιού προσεγγίζει έτσι ‘επικίνδυνα’ τα όρια ενός ήπιου διαλογισμού και ενός δυσδιάκριτου μονοπατιού προς την αυτογνωσία. Πέρα όμως από τις φιλοσοφικές της προεκτάσεις και πάνω από όλα τα άλλα, αποτελεί μια ανεπανάληπτη εμπειρία, για την οποία όπως έχει γράψει ένας βουδιστής μοναχός:

‘…αφήστε τα πάντα να κυλήσουν με την ιδέα ότι, μπορούμε να χαρούμε τα ρυάκια και τους βράχους του κήπου έξω από το δωμάτιο αυτό, όπως χαιρόμαστε τα ποτάμια και τα βουνά στη φύση. Αφήστε την καρδιά σας να γεμίσει με το συναίσθημα που αφήνει ο ερχομός και η αναχώρηση του χιονιού ή των λουλουδιών στο πέρασμα των εποχών. Ακούστε προσεκτικά το νερό που βράζει στο τσαγιερό - θυμηθείτε τον ήχο που αφήνει το αγέρι καθώς περνά μέσα από τις πευκοβελόνες και λησμονείστε όλα τα γήινα προβλήματα και στεναχώριες…’

Τελετή τσαγιού - το φαίνεσθαι

Το μονοπάτι που οδηγεί από τον κήπο που περιβάλλει το περίπτερο, στο δωμάτιο του τσαγιού, έχει σχεδιαστεί ώστε να διακόπτει την επαφή με τον έξω κόσμο. Το πλούσιο πράσινο που το περιβάλλει, οι ξεραμένες πευκοβελόνες πάνω στις ακανόνιστες πλάκες του, τα γεμάτα βρύα πέτρινα φανάρια που υπάρχουν εκατέρωθεν και η ηρεμία του χώρου, δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι βαθιά μέσα σε ένα δάσος, όπου το πνεύμα θα βρει την ευκαιρία να ξεφύγει από την τριβή της καθημερινότητας.


Λίγο πριν φτάσουν οι καλεσμένοι, ο υπεύθυνος της τελετής γεμίζει με καθαρό νερό μια πέτρινη γούρνα που υπάρχει έξω από το περίπτερο. Τους υποδέχεται με μια υπόκλιση και χωρίς να ανταλλαχθεί καμία κουβέντα μεταξύ τους, καθαρίζουν τα χέρια και το στόμα με νερό και εισέρχονται στο δωμάτιο. Οι καλεσμένοι μπαίνουν μέσα (μέσω μιας πολύ μικρής πόρτας) σύμφωνα με την σειρά της ιεραρχίας τους, με τον πρώτο να αποτελεί το τιμώμενο πρόσωπο της τελετής και τον σύνδεσμό τους με τον οικοδεσπότη.


Αφού ανταλλαχθούν οι τυπικοί χαιρετισμοί, σερβίρεται ένα μικρό γεύμα από συγκεκριμένα πιάτα (φτιαγμένα από εποχιακά υλικά και μόνο) σε μια προκαθορισμένη, από το τυπικό της τελετής, σειρά. Η επιλογή των σκευών γίνεται προσεκτικά ώστε να αναδείξει το θεματικό/εποχιακό χαρακτήρα του γεύματος, το δε περιεχόμενο των πιάτων είναι τόσο λεπτεπίλεπτο σε γεύση και μορφή, που προσεγγίζει τα όρια της ποίησης.



Τα δεύτερο μέρος της τελετής, ξεκινά με την προετοιμασία του koicha, ενός παχύρευστου πράσινου τσαγιού. Χρησιμοποιώντας προκαθορισμένες κινήσεις, ο οικοδεσπότης καθαρίζει εξονυχιστικά τα σκεύη που θα χρησιμοποιήσει και ξεκινάει την παρασκευή του τσαγιού. Σε μια κούπα μπολ θα βάλει τρεις κουταλιές σκόνης μάτσα, συμπληρώνει ζεστό νερό και με ένα αναδευτήρα από μπαμπού, το μετατρέπει σε αφρώδες koicha.


Ο πρώτος καλεσμένος, με μια υπόκλιση, παίρνει με το δεξί του χέρι την κούπα από τα χέρια του οικοδεσπότη και την ακουμπά στην αριστερή του παλάμη, τη σηκώνει στο ύψος του μετώπου για να τον τιμήσει, την στρίβει με το δεξί του χέρι τρεις φορές και πίνει από αυτήν. Αφού σκουπίσει το χείλος της κούπας, την ξαναστρίβει με το δεξί του χέρι στην αρχική της θέση και την παραδίδει στο δεύτερο καλεσμένο, που ακολουθεί ακριβώς την ίδια διαδικασία. Κανείς δεν επιτρέπεται να μιλήσει, παρά μόνο ο τιμώμενος καλεσμένος στον οικοδεσπότη - ότι πει θα γίνει στα πλαίσια της τελετουργία του τσαγιού. Όταν όλοι πια έχουν πιεί, ο οικοδεσπότης καθαρίζει ξανά σχολαστικά τα σκεύη που χρησιμοποιήθηκαν και τότε ο τιμώμενος της τελετής, θα τον παρακαλέσει να αφήσει τους καλεσμένους να εξετάσουν το σετ των (πολύτιμων) σκευών.


Ο οικοδεσπότης αποσύρεται για λίγο από το δωμάτιο και επιστρέφει με γλυκά, τα οποία θα συνοδέψουν το, το ελαφρύ τσάι (usucha) που θα τους προσφέρει. Τα γλυκά που προσφέρονται, είναι φτιαγμένα στο σχήμα κάποιου σχεδίου της φύσης (πχ σαν φύλλο δέντρου) και επιλέγονται έτσι ώστε να βρίσκονται σε αρμονία με τα σκεύη που θα χρησιμοποιηθούν στην τελετή. Στη συνέχεια, ετοιμάζει μια κούπα usucha για κάθε καλεσμένο. Το τσάι αυτό πίνεται για να καθαρίσει το στόμα από το γεύμα, αλλά και για να προετοιμάσει τους καλεσμένους να ετοιμαστούν να εγκαταλείψουν τον ιδεατό κόσμο του τσαγιού.

Μετά και τα παραπάνω, αρχίζουν να γίνονται ορατές οι τέσσερεις αρχές, πάνω στις οποίες, στήριξε ο Σεν Νο Ρικιού τη φιλοσοφία της τελετής του τσαγιού:

Αρμονία (Wa): τα σκεύη που θα χρησιμοποιηθούν, η διακόσμηση της τοκονόμα, η εποχή του χρόνου, το φαγητό που θα προσφερθεί, η ώρα της ημέρας, η ηλικία των καλεσμένων - όλα αυτά θα μελετηθούν προσεκτικά από τον οικοδεσπότη, ώστε αλληλεπιδράσουν αρμονικά και να καταλήξουν σε ένα αδιάσπαστο σύνολο.

Σεβασμός (Kei): η μικρή πόρτα του περιπτέρου αναγκάζει τους καλεσμένους να μπουν στο δωμάτιο σκυφτά, ώστε να εμπεδωθεί μεταξύ τους ένα κλίμα ταπεινότητας, σεβασμού και ισότητας ανεξάρτητης από την κοινωνική τους θέση

Καθαρότητα (Sei): όποιος μπαίνει μέσα στο δωμάτιο της τελετής, καλείται να καθαρίσει το μυαλό του από όλες τις σκέψεις και έννοιες (ο τελετουργικός καθαρισμός των σκευών της τελετής, γίνεται για να υπογραμμίσει ακριβώς αυτό)

Ηρεμία (Jaku): Κατά τη διάρκεια της τελετής, ο οικοδεσπότης και οι καλεσμένοι στοχεύουν να φτάσουν σε μια αίσθηση απόλυτης ηρεμίας

Ύπουλα απλή και ολότελα παράδοξη, ριζωμένη και μεγαλωμένη μέσα στη φιλοσοφία του Ζεν, η τελετή του τσαγιού αποτελεί μια ζωντανή έκφραση της ανατολικής φιλοσοφίας και έχει αποκτήσει πλέον το χαρακτήρα μιας μικρής θρησκευτικής εμπειρίας. Οι Ιάπωνες, χρησιμοποιώντας το Ταοϊστικό πρότυπο του μονοπατιού, αναφέρονται σε αυτή και ως Cha-do (δρόμος του Τσαγιού) και χωρίς να παραβλέπουν την κοινωνική της λειτουργία, της αποδίδουν φιλοσοφικές προεκτάσεις: ‘μια αλληλουχία κινήσεων, σχεδιασμένη να απαλείψει από το μυαλό σκέψεις άσχετες, ταπεινές ή άνευ πραγματικής σημασίας…’

Τελετή τσαγιού - οι απαρχές

Το τσάι έφτασε στην Ιαπωνία λίγο μετά το 900 μ.Χ. μέσω ενός βουδιστή καλόγερου που επέστρεψε από ένα ταξίδι στην Κίνα και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε η καλλιέργειά του στη χώρα. Περί τα τέλη του 12ου αιώνα άρχισε να διαχέεται η πρακτική της παρασκευής τσαγιού τύπου μάτσα (σκόνη από αλεσμένα φύλλα πράσινου τσαγιού, που αναμιγνυόμενη με ζεστό νερό, έδινε ένα τσάι ανοιχτοπράσινης απόχρωσης).

Το μάτσα μέχρι τότε χρησιμοποιείτο κυρίως στα μοναστήρια, για να διατηρούν τα αποθέματα ενέργειας οι καλόγεροι κατά τις ατέλειωτες ώρες του διαλογισμού και ήταν ένα προϊόν εξαιρετικά ακριβό, καθώς (ακόμη και σήμερα) για την παρασκευή μισού κιλού μάτσα, απαιτούνται πάνω από οκτώ ώρες επεξεργασίας.

Μέσα στον 13ο αιώνα, όπου οι πολεμιστές σαμουράι ουσιαστικά διοικούσαν τη χώρα, το τσάι και οι πρακτικές που σχετίζονταν με αυτό, είχε μετατραπεί σε σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης και είχε πάρει το ρόλο του ποτού της άρχουσας τάξης.

Το παραπάνω σκηνικό άρχισε να αλλάζει με την έλευση ενός ανθρώπου. Ο Σεν Νο Ρικιού, ακολουθώντας τη φιλοσοφία του ίτσι-γκο ίτσι-ε, σύμφωνα με την οποία κάθε συνάντηση (δυο ανθρώπων) θα πρέπει να αποθησαυρίζεται γιατί δε θα μπορέσει ποτέ ξανά να επαναληφθεί (κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο), έθεσε τις αρχές που έκτοτε καθορίζουν τη φιλοσοφία της τελετής του τσαγιού: αρμονία, σεβασμός, καθαρότητα και ηρεμία.

Η τομή του Σεν Νο Ρικιού στην διαμορφωμένη στα γούστα της αριστοκρατίας τελετή του τσαγιού ήταν τεράστια. Αντικατέστησε τα εξεζητημένα σκεύη με απλούστατα και ‘προχώρησε’ από τα ακριβά περίπτερα τσαγιού σε ταπεινά ξύλινα κτίσματα με αχυρένια στέγη, η πόρτα των οποίων ήταν επίτηδες μικρή, ώστε οι καλεσμένοι να μπαίνουν σχεδόν σκυφτά και να αυθυποβάλλονται σε μια αίσθηση ‘αναγκαστικής’ ισότητας.


Το γεγονός ότι το κτίσμα είναι λιτό και τα σκεύη απλά, λέει πάντως τη μισή αλήθεια. Τα πάντα είναι σχεδιασμένα ώστε να δίνουν την αίσθηση μιας εκλεπτυσμένης ανέχειας. Ουσιαστικά όμως, το περίπτερο του τσαγιού είναι το αποτέλεσμα ενός βαθυστόχαστου καλλιτεχνικού σχεδιασμού, η σημασία στη λεπτομέρεια του οποίου και η αξία των υλικών που έχουν χρησιμοποιηθεί, ξεπερνούν ακόμη και αυτήν των πιο πλούσιων σε διακόσμηση ναών, τα δε σκεύη που χρησιμοποιούνται, τις περισσότερες φορές είναι πολύ παλιά χειροποίητα κομμάτια ανεκτίμητης αξίας.


Εσωτερικά στο περιπτέρο, απουσιάζει οποιουδήποτε είδους διακόσμηση, με μόνη εξαίρεση την τοκονόμα, μια εσοχή όπου ο υπεύθυνος για την τελετή του τσαγιού τοποθετεί ένα κύλινδρο με κάποια ζωγραφιά ή μια καλλιγραφία σχετική με την περίσταση, καθώς και μια απέριττη σύνθεση με εποχιακά λουλούδια.


Όπως θα τη δούμε παρακάτω, η τελετή του τσαγιού, πολύπλοκη αλλά και απίστευτα απλή, ξεκάθαρη αλλά ταυτόχρονα και βαθιά, αποτελεί μια τελετή κάθαρσης και μια αλληγορία ακόμη ακόμη και για αυτήν την ίδια την Ιαπωνία.


Παραγγελιά...

Επειδή χατήρια φίλων δε χαλάμε, λέω να κάνω εδώ ένα μικρό διάλλειμα από τα της Ιαπωνίας και να δεχθώ την πρόσκληση του Δημήτρη στο παιχνίδι που ξεκίνησε πριν λίγες μέρες η Cibus. Σύμφωνα με το παιχνίδι αυτό, πρέπει τώρα να γράψω τα δέκα πράγματα που αγαπώ πιο πολύ. Ιδού λοιπόν:

η ηλεκτρισμένη αίσθηση πριν από την καταιγίδα το καλοκαίρι - η μυρωδιά της γης μετά…

η μπορς και η γλυκιά ντέκα στην Βαλεντίνα

το μπάνιο στις 8 το πρωί στην Έλλη / το μπάνιο στις 8 το βράδυ στην Έλλη - ο ήλιος να φωτίζει την κουπόλα του καζίνο, η πόλη να ακτινοβολεί και εγώ να νοιώθω την θάλασσα να με γεμίζει ενέργεια



ο μικρός εσωτερικός κήπος του Daisen-in. Το Κυότο γενικά…



τα ήπια αυγουστιάτικα μεθύσια στην ταράτσα του Micra Asia



τα χειμωνιάτικα συννεφιασμένα πρωινά του Σαββάτου – να πίνω στην κουζίνα τον πρώτο καφέ της ημέρας μόνος, βλέποντας τον κήπο, η μυρωδιά του καφέ…



να ακούω από τα μεγάφωνα του αεροπλάνου ότι ετοιμαζόμαστε για προσγείωση…



η Μεγαλοβδομάδα από την Μεγάλη Τετάρτη και μετά – το προσκλητήριο της άνοιξης, η μυρωδιά των λεμονανθών, η έξοδος του Επιταφίου με τα φαναράκια στα χέρια, το Δεύτε Λάβετε Φως…



τα μικρά διαλλείματα από το διάβασμα στη Σκωτία



το γέλιο του Ηλία – ο ήλιος που μου φωτίζει τη ζωή…

Νάρα (μέρος δεύτερο)

Στην νότια πύλη του Todai-ji, υπάρχει ένα διαμάντι που δεν το βλέπουν πολλοί: ο κήπος Isui-en. Tο Isui-en αποτελείται ουσιαστικά από δυο ξεχωριστούς κήπους, Ο δυτικός κήπος κατασκευάστηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από ένα βιοτέχνη λινών, ο οποίος παράλληλα με την κατασκευή του κήπου, εγκατέστησε στην όχθη της λίμνης που τον στολίζει και δύο βοηθητικά κτίσματα - ένα περίπτερο και ένα χώρο τελετής τσαγιού.

Η προσέγγιση των δυο πανέμορφων ξύλινων κτηρίων με την καλαμένια σκεπή, γίνεται μέσω μιας στενής γέφυρας πάνω από τη λίμνη. Ανάμεσα στα δύο κτίσματα, υπάρχει ένα πέτρινο μονοπάτι το οποίο καταλήγει στον ανατολικό κήπο, η ιδιαιτερότητα του οποίου είναι το σχήμα της τεχνητής του λίμνη - έχει στο σχήμα του ιδεογράμματος που σχηματίζει τη λέξη νερό.

Aνατολικά του Todai-ji και σχεδόν στα όρια του πάρκου της Νάρα, υπάρχει το σύμπλεγμα των ναών Nigatsu και Sangatsu. Ακολουθώντας το δρόμο που προχωρά προς την ανατολική άκρη του πάρκου, ο ταξιδιώτης συναντά μια επιβλητική πέτρινη σκάλα, στην αριστερή απόληξη της οποίας βρίσκεται το Nigatsu-do.

Η τοποθεσία αυτού του ναού είναι πραγματικά ευλογημένη, καθώς βρίσκεται πάνω στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου. Οι ανθρώπινες διαστάσεις του, οι μεγάλες ζωγραφισμένες ξύλινες αφιερώσεις που κρέμονται περιμετρικά, η επαφή του με το δάσος που περιβάλλει το πάρκο και η μεγάλη ξύλινη βεράντα με την καταπληκτική θέα, προσφέρουν μια ευκαιρία για χαλάρωση και αυτοσυγκέντρωση.





 Δίπλα ακριβώς από το Nigatsu-do, βρίσκεται το Sangatsu-do. Δε μπαίνει ζήτημα σύγκρισης των δυο χώρων, καθώς το πρώτο ίσως είναι το πιο γλυκό μέρος του πάρκου της Νάρα. Για όποιον όμως έχει το σχετικό ενδιαφέρον, ένα από τα κτήρια που ανήκουν στo Sangatsu-do είναι το αρχαιότερο ξύλινο κτήριο του κόσμου – η ηλικία των κορμών που το συνθέτουν έχει υπολογισθεί λίγο μετά το 550μΧ.

Ένας εναλλακτικός τρόπος επιστροφής στην πόλη, ορίζεται από ένα μονοπάτι που ξεκινάει πίσω από τους δύο ναούς και κινείται σχεδόν παράλληλα με τα όρια του πάρκου. Ακολουθώντας για κανένα δεκάλεπτο την καταπράσινη αυτή διαδρομή, ο ταξιδιώτης συναντάει μια πύλη τόριι. Η πύλη αυτή που συμβολίζει το πέρασμα από το γήινο, σηματοδοτεί τα όρια του ναού Kasuga Taisha, του ναού με τα 1000 φανάρια.


Κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στα κυρίως κτήρια του ναού, βρίσκονται ‘σπαρμένα’ τα πάμπολλα πέτρινα φανάρια εξ αιτίας των οποίων είναι διάσημος ο ναός, στις άκρες της στέγης του οποίου, κρέμονται επιπλέον εκατοντάδες χάλκινα φανάρια, δωρεές των επισκεπτών και προσκυνητών.


Ξαναγυρνώντας μετά από αρκετό περπάτημα στην αφετηρία του περιπάτου (στο σιδηροδρομικό σταθμό της εταιρείας Kintetsu), κάθετα στον κεντρικό δρόμο της πόλης, ξεκινά η κλειστή αγορά της πόλης.

Ακολουθώντας μια παράδοση που επιβιώνει και στις μέρες μας, η κεντρική αγορά των πόλεων στην Ιαπωνία τείνει να συγκεντρώνεται σε μεγάλου μήκους σκεπασμένες στοές. Στις αγορές αυτές μπορεί κάποιος να βρει είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα, είδη οικιακής χρήσης, τουριστικά είδη, είδη ένδυσης και εστιατόρια. Τα μαγαζιά στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, η εικόνα των οποίων απέχει παρασάγγας από αυτή των καταστημάτων που γεμίζουν τις ιαπωνικές high streets. Θυμίζουν κάπως το ύφος των καταστημάτων περί το Μοναστηράκι (χωρίς όμως ‘κράχτες’ και τις σχετικές συμπεριφορές…) και τα είδη τους απευθύνονται εξίσου σε τουρίστες αλλά και στους μόνιμους κατοίκους της πόλης.
Το τέλος αυτής της αγοράς (κάπου 500 μέτρα παρακάτω) ορίζει την πιο ενδιαφέρουσα γειτονιά της πόλης, τη Nara-machi. Η περιοχή αυτή διατηρεί ένα ζεστό παλιομοδίτικο γιαπωνέζικο χαρακτήρα, με χαμηλά ξύλινα σπίτια, συνοικιακούς ναούς, οικοτεχνίες και μικρά καταστήματα.







Η μεγαλύτερη ατραξιόν της γειτονιάς αυτής είναι το Koshi-no-ie, ένα καταπληκτικά συντηρημένο και διατηρημένο σπίτι εμπόρου, με δωμάτια τατάμι, τα αυθεντικά έπιπλα που κάποτε το στολίζανε και μια μινιατούρα κήπου ακριβώς στο κέντρο του.
Η σημερινή εικόνα της Νάρα κουμπώνει πολύ καλά πάνω στην ιστορία της. Η πόλη που υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, ωχριά πλέον μπροστά στις πόλεις που την υποσκέλισαν στο πέρασμα του χρόνου. Σε καμία όμως περίπτωση δεν έχει χάσει κάτι από τη γοητεία της και αποτελεί για τον ταξιδιώτη, μια απαλή εισαγωγή στην Ιαπωνία και ένα ευγενικό ψίθυρο για τις εκπλήξεις που παραμονεύουν στο γειτονικό Κυότο.