Γιοκοχάμα (μέρος δεύτερο)

Αφήνοντας το Yamate και περπατώντας λίγα τετράγωνα προς την πλευρά της θάλασσας, ξεκινάει το πάρκο Yamashita. Ο περίπατος που ξεκινάει εδώ, παράλληλα με τη θάλασσα, και φτάνει έως το Μινάτο Μιράι - τη μοντέρνα γειτονιά της Γιοκοχάμα, είναι εξαιρετικά ευχάριστος και συνδυάζει χαλαρό περπάτημα με τη δυνατότητα επίσκεψης σε μερικά ενδιαφέροντα μουσεία.

Στο μέσον της διαδρομής, κάνοντας μια μικρή παράκαμψη ενός μόλις δρόμου και ανάμεσα σε πανέμορφα δυτικού ρυθμού κτήρια του 19ου αιώνα, υπάρχει το εξαιρετικό Μουσείο Ιστορίας της πόλης. Εδώ περιγράφονται παραστατικότατα οι πρώτες προσεγγίσεις της Ιαπωνίας με τη Δύση και το πώς αυτές επηρέασαν την χώρα αλλά και την πόλη της Γιοκοχάμα, τα πάντα δε (παραδόξως για ιαπωνικό μουσείο) είναι μεταφρασμένα και στα αγγλικά.


Επιστρέφοντας πάλι στο μονοπάτι που προχωράει παράλληλα με τη θάλασσα, ο ταξιδιώτης προσπερνά επιβλητικά κτήρια αναγεννησιακού ρυθμού, ο κύριος ρόλος των οποίων σχετιζόταν με το διαμετακομιστικό εμπόριο της πόλης.

Στα αξιοθέατά του περιπάτου καταγράφονται ακόμη το Ναυτικό Μουσείο (πλάι σχεδόν στο οποίο υπάρχει ένα επισκέψιμο πλοίο, το πανέμορφο Nippon Maru) και το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Τέχνης της πόλης με πολύ αξιόλογες συλλογές, ακόμη και μεγάλων Ευρωπαίων καλλιτεχνών.


Φτάνοντας στο Μουσείο Τέχνης, ο ταξιδιώτης βρίσκεται πλέον εντός της περιμέτρου του ΜΜ21. Το 1983 και εν μέσω της ιαπωνικής bubble economy, ξεκίνησε στην πόλη ένα πρόγραμμα ανάπτυξης που θα έδινε στο κομμάτι της πόλης που μέχρι τότε φιλοξενούσε τα παλιά ναυπηγεία, μια φουτουριστική όψη. Το νέο αυτό κομμάτι της πόλης ονομάστηκε Minato Mirai 21, η απόδοση του οποίου στα ελληνικά είναι ‘Το λιμάνι του μέλλοντος’, ενώ ο αριθμός 21, δείχνει συμβολικά προς τον 21ο αιώνα.


Το σήμα κατατεθέν της περιοχής είναι το Landmark Tower, που είναι το ψηλότερο κτήριο της Ιαπωνίας. Από την εξέδρα παρατήρησής του (κάπου εβδομήντα όροφους πάνω από τη γη!) δε φαίνεται μόνο ένα μεγάλο μέρος του γειτονικού Τόκυο, αλλά διαγράφεται και η εκπληκτική εικόνα ενός από τα σύμβολα της χώρας, αυτή του βουνού Φούτζι.


Για όποιον έχει σχετική άνεση χρόνου, μια καλή ιδέα είναι να επισκεφτεί και το Μουσείο Νούντλς της πόλης. Το μουσείο αυτό που βρίσκεται πολύ κοντά στο σταθμό της Shin Yokohama, εξηγεί την ιστορία του κινεζικής έμπνευσης φαγητού και δείχνει το πώς καθιερώθηκε στην Ιαπωνία, αλλά και το πώς παρασκευάζεται. Το πραγματικά ενδιαφέρον αλλά και διασκεδαστικό κομμάτι του μουσείου, είναι η πιστή ανακατασκευή μιας συνοικίας του Τόκυο, όπως ήταν αυτή στα μέσα του ’50, όταν και τα κινέζικα νούντλς άρχισαν να διαδίδονται στην Ιαπωνία. Στους δρόμους της γειτονιάς αυτής υπάρχουν ανακατασκευασμένα εστιατόρια της εποχής εκείνης, κάθε ένα εκ των οποίων πουλά ένα διαφορετικό είδος πιάτου (με νούντλς), το οποίο και έναντι μικρού ποσού μπορούν να δοκιμάσουν οι επισκέπτες του μουσείου!


Η Γιοκοχάμα συνδέεται εύκολα και γρήγορα και φτηνά με το Τόκυο, είτε από τη Shibuya, είτε από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Γιοκοχάμα, υπάρχει ανταπόκριση με το (τεμπέλικο) μετρό της πόλης, οπότε η μετακίνηση του ταξιδιώτη προς το σημείο της πόλης από όπου θα ξεκινήσει τον περίπατό του, είναι σχετικά εύκολη υπόθεση. Από εκεί και πέρα και με λίγη καλή θέληση, η πόλη περπατιέται από τη μια άκρη στην άλλη.


Η Γιοκοχάμα, δεν έχει να προσφέρει στον ταξιδιώτη κάτι μοναδικό ή κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Μπαίνει λοιπόν αυτόματα το ερώτημα αν έχει νόημα η χρονική επένδυση που συνεπάγεται η επίσκεψη εκεί. Ταξίδι όμως δεν είναι μόνο η συνεχής καταγραφή εμπειριών – εξίσου σημαντική είναι και η αποκωδικοποίηση του feeling κάθε τόπου και η κατανόηση του τι συνέβαλε για να αποκτήσει ο τόπος αυτός τη φυσιογνωμία του.

Το γοητευτικό κράμα κινέζικης και ευρωπαϊκής επιρροής που τα τελευταία 150 χρόνια μετέτρεψε την Γιοκοχάμα στην πιο κοσμοπολίτικη γιαπωνέζικη πόλη και συνεχίζει να την επηρεάζει ακόμα και σήμερα, κάνει την επίσκεψη εκεί να αποκτά λογική και ενδιαφέρον. Εξ άλλου, ο ταξιδιώτης μπορεί να τη δει, σαν κοντινό προάστιο του Τόκυο, σαν ένα διάλλειμα για χαλάρωση από τη σχεδόν αγοραφοβική μεγαλούπολη. Ακόμη καλύτερα: η Γιοκοχάμα μπορεί να αποτελέσει μέρος της (σχεδόν υποχρεωτικής) εκδρομής στην γειτονική Καμακούρα.

Αλλά για αυτό παρακάτω…

The Empire strikes back

Η σύγχρονη ιστορία καταγράφει την αποστολή των Μαύρων Πλοίων του Πέρρυ, σαν ένα σημείο καμπής στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης. Η Ιαπωνία άνοιξε τα σύνορά της στους δυτικούς εμπόρους, αλλά μαζί με αυτούς και ένα ορμητικό κύμα ιδεών και επιρροών εισέβαλλε στη χώρα, αλλάζοντάς την μια για πάντα.

Η ντροπαλή και κλειστή στον εαυτό της Ιαπωνία, σε σύντομο χρονικό διάστημα απέβαλε το φεουδαλικό χαρακτήρα της και μεταμορφώθηκε σε μια σύγχρονη χώρα, με μεγάλη βιομηχανική και στρατιωτική δύναμη.

γελιογραφία

ο τσάρος Νικόλαος βλέπει εφιάλτη με την ήττα του ρωσικού στρατού από τους Ιάπωνες


Πηγαίνοντας λίγο πίσω, αξίζει εδώ να γίνει μια αναφορά σε δύο επί μέρους ιστορικά γεγονότα.

Το πρώτο αφορά το σκεπτικό πίσω από την απόφαση των Ιαπώνων να άρουν τους φραγμούς που επί αιώνες κρατούσαν την χώρα απομονωμένη. Η αρχική τους λοιπόν απόφαση, είχε γίνει υπό τη λογική ότι αφού δεν μπορούσαν να αμυνθούν, θα άνοιγαν τη χώρα προσωρινά – για τόσο καιρό, όσο θα χρειαζόταν για να μπορέσουν να αντιγράψουν την στρατιωτική τεχνολογία των ξένων και να αναπτύξουν σύγχρονο στρατό και ναυτικό.

Το δεύτερο αφορά την πρόβλεψη του αρχιπλοίαρχου Πέρρυ για την Ιαπωνία: ‘οι Ιάπωνες δε θα μείνουν για πολύ καιρό πίσω από τα μεγάλα βιομηχανικά κράτη - στο μέλλον, θα αποτελέσουν σοβαρούς ανταγωνιστές στον αγώνα της τεχνολογικής εξέλιξης’.

Τελικά, η ίδια αφορμή που έκανε την Αμερική το 1850 να χτυπήσει την πόρτα της Ιαπωνίας (δηλαδή η ανάγκη επέκτασης του ζωτικού χώρου), σε συνδυασμό με την ραγδαία αύξηση της επιρροής των στρατιωτικών στη διακυβέρνηση της χώρας, μετέβαλλε σταδιακά την ίδια την Ιαπωνία σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη, τον ανταγωνισμό της οποίας στην Ασία και τον Ειρηνικό είχε κάθε λόγο να φοβάται η Αμερική.



προπαγανδιστικό πόστερ φτιαγμένο για το κράτος του Μαντσουκουό

Έτσι, μετά και την προσχώρηση της τελευταίας στον Άξονα το 1935, οι σχέσεις των δυο χωρών απέκτησαν ψυχροπολεμικό χαρακτήρα, για να κλιμακωθούν τελικά, με τον ιστορικό εκβιασμό των ΗΠΑ (επιβολή εμπάργκο στις πωλήσεις μετάλλων και πετρελαίου, ώστε να παραλύσει η Ιαπωνία βιομηχανικά και στρατιωτικά) και την απάντηση της τελευταίας με την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ.


Το τραγικό τέλος της ιστορίας αυτή είχε μεγάλη δόση ειρωνείας, καθώς κατά κάποιο τρόπο έκλεινε ένας κύκλος. Η λήξη του πολέμου ήρθε τον Αύγουστο του 1945, με τη δεύτερη ατομική επίθεση πάνω από την πόλη του Ναγκασάκι, μια δηλαδή από τις τρεις πόλεις που κατά κάποιο τρόπο έγιναν αφορμή για τον αρχικό βομβαρδισμό της Ιαπωνίας 100 χρόνια νωρίτερα.

Στην ιστορία των αρχών του 20ου αιώνα, η Ιαπωνία καταγράφηκε τελικά ως ένα έθνος φανατικών που άπλωσαν το χέρι τους πιο μακριά από ότι έπρεπε. Μια πιο ψύχραιμη ματιά αποκαλύπτει βέβαια ότι, αυτό που τελικά έγινε, ήταν μια αντιγραφή πρακτικών των κρατών του τότε πρώτου κόσμου, αλλά και μια παρ’ ολίγο τιμωρία της χώρας που εκβίασε το άνοιγμα της Ιαπωνίας στον έξω κόσμο. Αλλά όπως είναι γνωστό, η ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές…

Τα Μαύρα Πλοία

Δύο άσχετα μεταξύ τους γεγονότα, που συνέβησαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία, σε δυο διαφορετικές γειτονιές του κόσμου, έμελλε να επηρεάσουν βαθιά το ρου της ανθρώπινης ιστορίας, περίπου εκατό χρόνια μετά.

Το πρώτο ήταν η περί το 1650 απόφαση του ιάπωνα σογκούν να διακόψει βίαια τις σχέσεις της Ιαπωνίας με τον έξω κόσμο, εξ αιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης εξάπλωσης του χριστιανισμού στη χώρα.

 
Ολλανδοί στο Ναγκασάκι

Το δεύτερο υπήρξε ο Μεξικού - ΗΠΑ. Η ατυχής για το Μεξικό έκβασή του, είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει η Καλιφόρνια στην αμερικάνικη επικράτεια, δίνοντας έτσι για πρώτη φορά τη δυνατότητα στους αλιευτικούς στόλους των ΗΠΑ, να έρθουν οι σε απόσταση βολής από τα πλούσια σε αλιεύματα ιαπωνικά νερά – και ειδικά αυτό της φάλαινας.
Καθώς όμως η Ιαπωνία ήταν μια τελείως απροσπέλαστη σε ξένους χώρα, τα αμερικανικά πληρώματα δε μπορούσαν προσεγγίσουν ιαπωνικό έδαφος για προμήθειες, όσοι δε αμερικάνοι ναυαγοί περισυλλέγονταν από Ιάπωνες, είχαν πολύ σκληρή μεταχείριση.


Έτσι, το 1853, η αμερικάνικη κυβέρνηση, αποφάσισε να κάνει ένα διπλωματικό άνοιγμα στην Ιαπωνία, ζητώντας καλύτερη αντιμετώπιση για τους αμερικάνους ναυαγούς και το άνοιγμα δυο λιμανιών, από όπου αμερικανικά πλοία θα μπορούσαν να ανεφοδιάζονται σε κάρβουνο, τρόφιμα και νερό.

Πίσω από το φαινομενικά λογικό αυτό αίτημα, η αμερικάνικη κυβέρνηση ζητούσε από μια κυρίαρχη χώρα, κατ’ αρχήν, να προστατεύει και να τροφοδοτεί πλοία, η δράση των οποίων της αφαιρούσε εθνικούς πόρους(!). Ο πραγματικός όμως στόχος ήταν, να ανοίξουν τα ιαπωνικά λιμάνια ώστε να χρησιμοποιηθούν σαν ενδιάμεσοι σταθμοί προσέγγισης της τεράστιας ασιατικής αγοράς και ως βάση για τον πλήρη έλεγχο του εμπορίου στον Ειρηνικό.

Επικεφαλής της αποστολής αυτής (μέρος των εξόδων της οποίας είχε αναλάβει η γνωστή σε όλους Lehman Brothers) , τέθηκε ο αρχιπλοίαρχος Πέρρυ, ο οποίος αφού παρουσίασε τις θέσεις της αμερικάνικης κυβέρνησης σε εκπροσώπους του ιάπωνα σογκούν, τους ενημέρωσε ότι θα επέστρεφε σύντομα και με μεγαλύτερο στόλο, για να λάβει την απάντησή τους.
Καθώς ο καιρός περνούσε, χωρίς να προκύπτει κάποια θετική για την αμερικάνικα συμφέροντα απάντηση, αποφασίστηκε μια δεύτερη και πιο δυναμική επιστροφή. Έτσι, στις 14 Ιουλίου του 1854, οι αποσβολωμένοι από το θέαμα και ανίκανοι να αμυνθούν Ιάπωνες, είδαν τα εβδομηντάμετρα μαύρα θωρακισμένα ατμόπλοια της αποστολής του Πέρρυ να μπαίνουν απειλητικά στον κόλπο του Τόκυο.

φωτογραφία και ιαπωνική ξυλογραφία του Πέρρυ

απεικόνιση αμερικάνικου πλοίου

Η τεράστια τεχνολογική υπεροχή των Αμερικάνων δεν άφησε κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης στην ιαπωνική πλευρά, η οποία και αναγκάστηκε να ανοίξει άμεσα τα λιμάνια της Γιοκοχάμα, του Χακοντάτε και του Ναγκασάκι και να δεχτεί να άρει τους περιορισμούς που κρατούσαν τη χώρα ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της.

Η σύγχρονη Ιαπωνία είχε μόλις γεννηθεί.

Γιοκοχάμα (μέρος πρώτο)

Η Γιοκοχάμα με τους άνετους δρόμους, τα σχετικά χαμηλά κτήρια και τον ανοικτό ορίζοντα είναι ίσως η πιο ανθρώπινα αναπτυγμένη πόλη της Ιαπωνίας. Αν και βρίσκεται δίπλα στο Τόκυο και κατά κάποιο τρόπο μοιάζει σαν προάστιό του (οι δύο πόλεις έχουν ουσιαστικά ενωθεί όπως η Αθήνα με τον Πειραιά), ο αέρας που αποπνέει έχει μια πολύ διαφορετική αίσθηση. Σήμα κατατεθέν της, η παραθαλάσσια ζώνη της, κομμάτι της οποίας έχει διαμορφωθεί σε μια πολύ γλυκιά εσπλανάδα και η πληθώρα κτηρίων αποικιακού ρυθμού, που δίνουν συνολικά την ψευδαίσθηση μιας παραλιακής πόλης κάπου στην Αυστραλία ή στην ανατολική πλευρά των ΗΠΑ.

Η εικόνα αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Μετά την πρώτη και αποτυχημένη απόπειρα της αμερικανικής κυβέρνησης να πείσει την Ιαπωνία να άρει την απομόνωσή της από τον έξω κόσμο, τα ‘Μαύρα Πλοία’ του αρχιπλοίαρχου Πέρρυ, έλαβαν το 1854, την εντολή να εκβιάσουν μια συνθήκη από τους αδύναμους στρατιωτικά Ιάπωνες. Η Ιαπωνία δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποταχθεί στις (γεμάτες ανθρωπιστικό ενδιαφέρον) ορέξεις των Αμερικάνων, ανοίγοντας αρχικά τρία λιμάνια, ένα εκ των οποίων ήταν η Γιοκοχάμα. Η πόλη έτσι, έγινε κέντρο άγγλων εμπόρων (εξ ου και τα πολλά αποικιακού ρυθμού κτήριά της) και μια από τις κύριες πύλες εισόδου νέων ιδεών και τεχνολογιών στην Ιαπωνία.


Το άνοιγμα αυτό στον έξω κόσμο, δημιούργησε το αναπόφευκτο πρόβλημα της αδυναμίας προφορικής επικοινωνίας των Ιαπώνων με τους Δυτικούς. Το κενό αυτό ήρθαν στη Γιοκοχάμα να καλύψουν Κινέζοι έμποροι, οι οποίοι μπορούσαν να συνεννοηθούν στη γλώσσα των νεόφερτων έμπορων, ενώ ταυτόχρονα μπορούσαν να καταλάβουν το γραπτό λόγο των Ιαπώνων.


Οι Κινέζοι που σταδιακά άρχισα να συρρέουν στην πόλη, ίδρυσαν μια αυτόνομη συνοικία, η οποία τελικά πήρε τη μορφή μιας πόλης μέσα στην πόλη, που σήμερα αποτελεί και την κυριότερη τουριστική ατραξιόν της Γιοκοχάμα.


Τέσσερεις τεράστιες πολύχρωμες κινέζικες πύλες, ορίζουν σήμερα την περίμετρο της Chinatown, στο δε κέντρο της υπάρχει ο βαριά διακοσμημένος ναό Kantei-byo (αφιερωμένος στον θεό που προστατεύει τους εμπόρους) που ουσιαστικά αποτελεί και το μοναδικό πραγματικό αξιοθέατο της έντονα κορεσμένης από τον τουρισμό συνοικίας. Παρ’ όλα ταύτα, ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων επισκέπτεται καθημερινά την πόλη.

 

Ο κύριος λόγος πέρα από το 'λαογραφικό' ενδιαφέρον, είναι για τα καταπληκτικά εστιατόριά της - για όποιον θέλει να δοκιμάσει κινέζικη κουζίνα στην Ιαπωνία, η Chinatown της Γιοκοχάμα, είναι η προφανής επιλογή με τα 200 εστιατόριά της. Ειδικά στο κεντρικό πεζόδρομό της, ένα συνονθύλευμα από μικρά, μεσαία αλλά και τεράστια εστιατόρια, άλλα με προθήκες που κρέμονται τα γνωστά κόκκινα cured meats, άλλα γεμάτα dumplings, άλλα πιο καθώς πρέπει με κλειστή πρόσοψη και το μετρ να περιμένει στο πεζοδρόμιο, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν μια ασταμάτητη ροή ανθρώπων που επιθυμούν να γευτούν μια περισσότερο αυθεντική άποψη της κινέζικης κουζίνας.


Δεξιά και αριστερά του πεζόδρομου αυτού, μέσα σε πολύχρωμα από φώτα, επιγραφές και κόκκινα φαναράκια σοκάκια, ένα πλήθος μαγαζιών με κινέζικα είδη, ρούχα, μπαχαρικά, αναμνηστικά, λαχανικά ή ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, βρίσκεται εκεί για να ολοκληρώσει την ‘κινεζική εμπειρία’ όσων ήδη έφαγαν ή πρόκειται να κάτσουν σε κάποιο εστιατόριο.

Λίγα τετράγωνα μακριά από την ανατολική πλευρά της Chinatown, βρίσκεται το Yamate, η συνοικία της πόλης που εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι δυτικοί που έφτασαν στην Γιοκοχάμα. Η αντίθεση ανάμεσα στις δύο περιοχές είναι εκπληκτική. Είναι το αντίστοιχο της Chinatown, μόνο που αυτή τη φορά οι κινέζικες αψίδες και τα στενά πολύβουα σοκάκια με τα κόκκινα φανάρια έχουν αντικατασταθεί από πολυτελείς επαύλεις με ήρεμη ανάπτυξη και πολύ πράσινο.

Ανθισμένες κερασιές

Με το που φύγει και επίσημα ο χειμώνας, αρχίζει στην Ιαπωνία το θαύμα της σακουρά. Αναλόγως του γεωγραφικού ύψους και των ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών κάθε περιοχής, ένα κύμα ανθισμένης κερασιάς ξεκινά από το νότο και σαρώνει τη χώρα από άκρη σε άκρη.





Το θέαμα θυμίζει λίγο τις ανθισμένες αμυγδαλιές του ελληνικού χειμώνα. Μόνο που δεν περιορίζεται σε επαρχιακούς αγρούς, αλλά απλώνεται και στο πιο ανύποπτο σημείο του σκληρού γιαπωνέζικου αστικού ιστού. Και τα λουλούδια, παρότι μοιάζουν, δεν έχουν την ταπεινοφροσύνη και το ντελικάτο αυτών της αμυγδαλιάς. Γεμίζουν ανεξέλεγκτα τα δέντρα, σε πυκνές συστάδες και πολλές φορές – στην καλύτερή τους στιγμή – μοιάζουν σαν παχιές τούφες από μπαμπάκι.







 

Τα συναισθήματα που προηγούνται και έπονται της σακουρά είναι πάντα έντονα. Η προσμονή για το επερχόμενο γεγονός, το καλοσώρισμα των πρώτων μπουμπουκιών, το μεγαλείο των χιλιάδων ολάνθιστων δένδρων και κατόπιν, η θλίψη για το τέλος της γιορτής.


Και είναι αλήθεια σαν μια μεγάλη γιορτή. Το δεκαπενθήμερο των ανθισμένων λουλουδιών, επιδρά χαλαρωτικά στο μυαλό και τις αισθήσεις των Ιαπώνων, που φαίνεται σα να ξεχνούν για λίγο την ασφυκτική τους καθημερινότητα και αφήνουν τον εαυτό τους να λειτουργήσει σε ρυθμούς πιο ανθρώπινους. Προσπαθούν να ζήσουν το θαύμα αυτό από όσο πιο κοντά γίνεται: βγαίνουν έξω, χαίρονται τη φύση που ζει τις πρώτες στιγμές της άνοιξης, φωτογραφίζουν με μανία τα στολισμένα δέντρα μέχρι να πετύχουν το τέλειο λουλούδι. Και γεμίζουν τα πάρκα από άκρη σε άκρη.



Είναι η τελετουργία του χανάμι (να βλέπεις τα λουλούδια). Χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών κατακλύζουν τους πράσινους χώρους των πόλεων. Στρώνουν από νωρίς το χαρακτηριστικό μπλε υπόστρωμα κάτω από τα ανθισμένα κλαδιά και κάθονται μέχρι να βραδιάσει (ή πολλές φορές και μέσα στη νύχτα) τρώγοντας, πίνοντας και ακούγοντας μουσική.





Η αίσθηση είναι μοναδική ακόμη και για ένα ‘μη μυημένο’ δυτικό. Χαλαροί ρυθμοί, γελαστά πρόσωπα, μουσικές να ακούγονται από παντού και τα πέταλα των λουλουδιών να πέφτουν σα νιφάδες χιονιού με το παραμικρό φύσημα του αέρα.




Που και που, ιάπωνες που επιθυμούν το δεκαπεντάλεπτο της δημοσιότητας, κινούνται μέσα στο πλήθος και ζουν το παραμύθι τους μαζί με όποιον θέλει να το μοιραστεί μαζί τους.









Το χανάμι χωρίς να είναι ουσιαστικά τίποτα παραπάνω από ένα πικ νικ, είναι μια εμπειρία μοναδική. Είναι σαν η φύση να δίνει άδεια σε ένα ολόκληρο λαό, να απελευθερωθεί από τη σφικτή ζωή του, να έρθει κοντά της και να γιορτάσει την εφήμερη ομορφιά των ανοιξιάτικων λουλουδιών.


Αργά το απόγευμα, καθώς η λάμψη του φεγγαριού αρχίζει να φωτίζει το λευκό χαλί που έχουν στρώσει τα πέταλα της κερασιάς, οι αποκαμωμένοι από το ποτό εκδρομείς, αδειάζουν σιγά σιγά τα πάρκα, σχηματίζοντας υπομονετικά τεράστιες ουρές καθ΄ οδόν προς την είσοδο των πλησιέστερων μετρό.

Και όσων ξένων βρέθηκαν μαζί τους, μια ανεξήγητη γλύκα γεμίζει την καρδιά και μαζί μια απορία, για το πώς είναι δυνατό η μεγαλύτερη απόλαυση στη χώρα αυτή των τεχνολογικών θαυμάτων, να είναι το μικρό άσπρο πεταλάκι που έφερε ο αέρας στα μαλλιά ή στο ποτήρι τους.

Το φαγητό στην Ιαπωνία

Ένα από τα πρώτα πράγματα που εντυπωσιάζει στην Ιαπωνία, είναι η πληθώρα των καταστημάτων που προσφέρουν φαγητό, είτε αυτό γίνεται με τη μορφή του πρόχειρου έτοιμου φαγητού, είτε με τον ‘παραδοσιακό’ τρόπο του εστιατορίου. Μια τεράστια ποικιλία φαγητών (διεθνούς ή ιαπωνικής κουζίνας) είναι συνεχώς διαθέσιμη και τα εστιατόρια γεμίζουν με κόσμο από πολύ νωρίς (ανοίγουν από τις 11.30 το πρωί). Έτσι, στις πιο κεντρικές ή τουριστικές συνοικίες, οι ουρές έξω από τα εστιατόρια είναι κάτι πολύ συνηθισμένο μεταξύ 12 και 2 το μεσημέρι και γενικώς δίνεται συνεχώς μια εντύπωση ενός λαού που καταναλώνει ακατάπαυστα, δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες φαγητού σε σχέση με το (μικρό) σώμα του.


ουρά για φαγητό στις 12 το πρωί...

Το φαγητό αυτό καθ’ αυτό, είναι μια από τις μεγάλες εκπλήξεις που κρύβει αυτή η χώρα. Όπου και να φάει κανείς, η ποιότητα των γευμάτων είναι τουλάχιστον καλή και μετά τις πρώτες επαφές με την ιαπωνική κουζίνα, καταρρέει γρήγορα το κλισέ που την θέλει να ξεκινάει και τελειώνει με το σούσι. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν ειδικά οι γευστικές αναζητήσεις στις τοπικές κουζίνες των διαφόρων γεωγραφικών διαμερισμάτων της Ιαπωνίας, οι οποίες όχι μόνο διασώζονται, αλλά και κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε εθνικό επίπεδο, με την ύπαρξη πολλών αυτόνομων χώρων εστίασης.

εστιατόριο με φαγητό από την Οκινάουα

Παρά τον αστικό μύθο που κυκλοφορεί για τις τιμές στην Ιαπωνία, οι τιμές στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι άκρως ανταγωνιστικές με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ειδικά στο φτηνό κομμάτι της αγοράς, μπορεί κανείς να φάει πολύ ικανοποιητικά σε τιμές χαμηλότερες από αυτές των ελληνικών εστιατορίων delivery. Το upmarket κομμάτι της αγοράς βέβαια, στα μάτια ενός Έλληνα θα φανεί παράλογα ακριβό και βεβαίως είναι. Εδώ γίνεται όμως θα γίνει ένας διαχωρισμός, σε χώρους που το κόστος προκύπτει λόγω lifestyle αναζητήσεων (και κατά συνέπεια η επίσκεψη ενός ταξιδιώτη είναι μάλλον αδόκιμη) και χώρους με ιαπωνικό φαγητό στους οποίους, τα γαστρονομικά θαύματα που περιμένουν όποιον μπορεί να αντέξει το κόστος, ξετυλίγουν το συναρπαστικό αίνιγμα της ιαπωνικής μαγειρικής τέχνης και παράδοσης.



Το ιερό βουνό (μέρος δεύτερο)

Τα μοναστήρια δεν βρίσκονται απομονωμένα από τον κοσμική ζωή. Οι περίπου 10 μονές βρίσκονται διάσπαρτες σε ακτίνα περίπου δύο χιλιομέτρων, με την πρώτη να βρίσκεται σχεδόν στην είσοδο της πόλης σε μια σχετικά ερημική περιοχή, ενώ μια-δυο ακριβώς στο κέντρο.

Κατά συνέπεια, μια διανυκτέρευση σε κάποιο μοναστήρι, αρκεί χρονικά ώστε να καλυφθούν όλα τα υπόλοιπα αξιοθέατα της περιοχής. Αυτό είναι εφικτό με την προϋπόθεση ότι η άφιξη στην κωμόπολη θα γίνει γύρω στις 11.00 το πρωί (δεν είναι δύσκολο δεδομένης της κοντινής απόστασης της Νάρα). Από εκεί και μετά και έως τις 7.30 το απόγευμα που σερβίρεται το δείπνο, υπάρχει αρκετός χρόνος για να εξερευνηθεί η πόλη. Η περιήγηση μπορεί άνετα να γίνει με τα πόδια - σημειωτέον όμως ότι, μέχρι και τα τέλη Μαρτίου, η θερμοκρασία κινείται χαμηλά, λόγω του υψομέτρου.

Από τον κεντρικό δρόμο της πόλης, ένα μονοπάτι με χαλίκι οδηγεί σε ένα μικρό δάσος όπου και βρίσκεται το σύμπλεγμα του ναού Garan, στο οποίου υπάρχει η στούπα  Dai-to. Το θέαμα της έντονα πορτοκαλί τεράστιας στούπας είναι άκρως εντυπωσιακό, χωρίς όμως να υπάρχει ανάλογη συνέχεια και στο εσωτερικό της.




Στο δυτικό άκρο της πόλης, σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από το κέντρο της, βρίσκεται το νεκροταφείο Okunoin, στο οποίο αναπαυονται περί τις πεντακόσιες χιλιάδες ψυχές. Βρίσκεται μέσα σε ένα πυκνό δάσος, είναι ίσως το πιο σημαντικό νεκροταφείο της Ιαπωνίας (καθώς εδώ οι Ιάπωνες πιστεύουν ότι αναπαύεται προσωρινά το πνεύμα του επόμενου Βούδα) και αποτελεί μνημείο Παγκόσμια Κληρονομιάς της Ουνέσκο.

Μέσα σε απόλυτη ησυχία και κάτω από τη σκιά τεράστιων κέδρων, την οποία διασπούν οι λίγες ακτίνες του ήλιου που καταφέρνουν να διαπεράσουν την πυκνή βλάστηση, ο ταξιδιώτης προχωρά βλέποντας γύρω του χιλιάδες αναμνηστικές πλάκες γεμάτες με βρύα, μικρές στούπες και οικογενειακά μνημεία σε διάφορες καταστάσεις συντήρησης.




Που και που υπάρχουν αγαλματάκια οτζίζου (οι προστάτες των παιδιών που πέθαναν μωρά) με τις κόκκινες σαλιάρες τους να έρχονται σε έντονο κοντράστ με το λαδί της βλάστησης. Η ατμόσφαιρα είναι έντονα υποβλητική και γίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προς το σούρουπο, όταν και το μέρος παίρνει ένα χαρακτήρα μυστηριακό.


Λίγο πιο πέρα από τη μέση του τεράστιου νεκροταφείο (από τη μια άκρη στην άλλη είναι περπάτημα άνω των 30 λεπτών…), υπάρχει ένα ξέφωτο, στη μέση του οποίου υπάρχει μια μεγάλη πυραμίδα από οτζίζου, με την όλη εικόνα θυμίζει σκηνικό στη ζούγκλα της Καμπότζης από την ταινία ‘Αποκάλυψη Τώρα’.





Ακολουθεί ένα μικρό ποταμάκι, λίγο μετά τη γέφυρα του οποίου, βρίσκεται το μεγαλύτερο αξιοθέατο του δάσους, το Toro-do, ο Ναός με τα Χίλια Φανάρια. Το δωμάτιο αυτό είναι στην ουσία ένας μεγάλος ναός, στους εξωτερικούς τοίχους του οποίου βρίσκονται κρεμασμένα χίλια φανάρια.  Τα φανάρια αυτά καίνε μέρα νύχτα, και δύο από αυτά εικάζεται ότι καίνε αδιάλειπτα για πολλούς πολλούς αιώνες.







τάφος πιλότου αεροπλανοφόρων

Πάνω στον κεντρικό δρόμο και λίγο πριν την αριστερή στροφή που οδηγεί στο νεκροταφείο, υπάρχει ένα από τα κρυμμένα μυστικά της πόλης. Σχεδόν δίπλα στο Dai Mon (μεγάλυ πύλη), βρίσκεται η πρώτη από μια σειρά πολλών ιερών πυλών τόριι. Κάτω από την εντυπωσιακή πολύχρωμη αψίδα που δημιουργούν, σχηματίζεται ένα διάδρομος 100 μέτρων που οδηγεί στην αρχή ενός δασωμένου μονοπατιού προορισμένο για τις γυναίκες προσκυνήτριες, το οποίο και προχωράει παράλληλα με την άκρη της πόλης.

Λίγο μετά την τελευταία τόριι, ανοίγει ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος, την ησυχία του οποίου σπάει μόνο ο ήχος κάποιου πουλιού, στην άκρη του οποίου, αποκαλύπτεται ένας ναός της γυναικείας θεότητας Μπέντεν. Η αύρα του χώρου αυτού είναι μοναδική. Το τοπίο εκπέμπει αμέσως τη θετική του ενέργεια στον ταξιδιώτη, ίσως και λόγω αυθυποβολής, καθώς τίποτε δε θυμίζει ότι βρίσκεσαι στον 21ο αιώνα.


Παρά το ότι μια επίσκεψη στην πόλη αυτή δεν καταγράφεται ως προορισμός πρώτης προτεραιότητας στους ταξιδιωτικούς οδηγούς, το Koya-san απαιτεί την προσοχή του ταξιδιώτη. Και όχι μόνο, λόγω της δυνατότητας διαμονής σε ένα βουδιστικό μοναστήρι. Αυτό μπορεί να γίνει σε πολλά σημεία στην Ιαπωνία. Δύσκολα όμως κάποιος θα μπορέσει να βιώσει αυτή την εμπειρία σε ένα τόσο αρμονικά δεμένο με τα μοναστήρια περιβάλλον.